επηρεια

επηρεια
    ἐπήρεια
    ἐπ-ήρεια
    ἥ [ἀραρίσκω]
    1) причинение зла, вред
    

πρὸς ἐπήρειαν Arst. и κατ΄ ἐπήρειαν Amipsias ap. Diog.L. — из желания вредить, в ущерб;

    ἐξ ἐπηρείας τύχης Plut. — по злобе судьбы

    2) клевета, поношение, оскорбительное отношение
    

κατ΄ ἐπήρειαν Thuc. и ἐν ἐπηρείας τάξει Dem. — нагло, в оскорбительной форме


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επηρεια" в других словарях:

  • ἐπηρεία — ἐπηρείᾱ , ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείᾳ — ἐπηρείᾱͅ , ἐπήρεια insulting treatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρεια — insulting treatment fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επήρεια — η (AM ἐπήρεια) μσν. νεοελλ. η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου») αρχ. μσν. 1. κακή, βλαβερή επίδραση 2. επίθεση, κακομεταχείριση 3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία 4. φιλότιμο,… …   Dictionary of Greek

  • επήρεια — η 1. (για άψυχα), επίδραση, επενέργεια (ιδίως κακή ή βλαβερή): Η επήρεια της υγρασίας σκεβρώνει τα ξύλα. 2. (για πρόσωπα), η επίδραση (επιρροή) που ασκεί κάποιος σε άλλους ή δέχεται από άλλους, επίδραση ηθική, επηρεασμός: Ασκεί μεγάλη επήρεια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπηρείας — ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem acc pl ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείαν — ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρειῶν — ἐπήρεια insulting treatment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείαις — ἐπήρεια insulting treatment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρείης — ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρειαι — ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»